- σκευοποίημα
- -ατος, τὸ, Α [σκευοποιῶ]1. τέχνασμα, δόλος, πανουργία2. (κυρίως στον πληθ.) τὰ σκευοποιήματατο προσωπείο και τα ενδύματα τού ηθοποιού τραγωδίας («τὰ μὲν τοῡ Πενθέως σκευοποιήματα παρέδωσε τινι τῶν χορευτῶν», Πλούτ.).
Dictionary of Greek. 2013.